- κραταιόχθων
- κρᾰταιό-χθων, ονος, ὁ, ἡ,A wielding power over the earth, PMag.Lond.121.353, PMag.Par.1.1355.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κραταιόχθων — κραταιόχθων, ὁ, ἡ (Α) αυτός που κυριαρχεί στη γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κραταιός + χθών, χθονός «γη» (πρβλ. αυτό χθων, μεσό χθων)] … Dictionary of Greek
κραταιόχθονας — κραταιόχθων wielding power over the earth masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χθων — η / χθών, ονός, ΝΑ ως κύριο όν. η Χθων μυθ. προσωποποιημένη θεότητα τής γης, που ταυτίζεται με τη Γαία και την οποία θεωρούσαν μητέρα τών Τιτάνων, τών Σειρήνων, τών Γιγάντων και τού Τυφώνος αρχ. 1. η γη, το έδαφος, το χώμα (α. «χθονὶ γυῑα… … Dictionary of Greek